- φαεινός
- -ή, -ό / φαεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.)2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα»)νεοελλ.φρ. «ηλίου φαεινότερον» — λέγεται για κάτι που είναι ολοφάνεροαρχ.1. στιλπνός («χερσὶ πλοκάμους ἔπλεξε φαεινούς», Ανθ. Παλ)2. (για φωνή) εύηχος, ευκρινής3. (στον τ. φανός) α) (για ένδυμα) πλυμένος, καθαρόςβ) εύθυμος, χαρούμενοςγ) προφανής, πρόδηλος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φανόν- φωτεινή ατμόσφαιρα, λαμπρότητα.επίρρ...φανῶς Αμε καθαρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φαεινός (< *φαFεσ-νος) έχει σχηματιστεί από το θ. φαFεσ- τού σιγμόληκτου φάος (βλ. λ. φως) + επίθημα -νος, με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος -σν- και αντέκταση (πρβλ. ἀλγεινός < *αλγεσ-νος, ὀρεινός < *ορεσ-νος)].
Dictionary of Greek. 2013.